αδιέξοδος

αδιέξοδος
ος , ον прям. , перен. безвыходный;

οδός αδιέξοδος — тупик (об улице)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αδιέξοδος" в других словарях:

  • ἀδιέξοδος — that cannot be gone through masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιέξοδος — η, ο (Α ἀδιέξοδος, ον) [διέξοδος] (για τόπους) 1. αυτός που δεν έχει διέξοδο ή που δεν μπορεί κανείς να διεξέλθει 2. αυτός μέσα από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να περάσει, αδιάβατος, απέραστος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδιέξοδο α) αδιέξοδος… …   Dictionary of Greek

  • αδιέξοδος — η, ο αυτός που δεν έχει διέξοδο, διαμέσου του οποίου δεν μπορεί να περάσει κανείς: Ο δρόμος είναι αδιέξοδος. Το ουδ.  το αδιέξοδο ως ουσ., αξεπέραστο εμπόδιο: Έχω φτάσει σε αδιέξοδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιέξοδον — ἀδιέξοδος that cannot be gone through masc/fem acc sg ἀδιέξοδος that cannot be gone through neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιεξόδοις — ἀδιέξοδος that cannot be gone through masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιεξόδου — ἀδιέξοδος that cannot be gone through masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιεξόδους — ἀδιέξοδος that cannot be gone through masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιεξόδων — ἀδιέξοδος that cannot be gone through masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιέξοδα — ἀδιέξοδος that cannot be gone through neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιέξοδοι — ἀδιέξοδος that cannot be gone through masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιέκβατος — η, ο (Μ ἀδιέκβατος, ον) [διεκβαίνω] 1. αυτός που δεν έχει διέκβαση, διέξοδο, αδιέξοδος 2. αυτός από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»